- περιδιδύσκει
- περί-διδύσκωpres ind mp 2nd sgπερί-διδύσκωpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιδιδύσκω — Μ περιβάλλω με κάτι («τὸ βασιλικὸν περιδιδύσκει διάδημα», Γεώργ. Ακροπολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + διδύσκω «βυθίζομαι»] … Dictionary of Greek